ῥυπαρότης

ῥυπαρότης
ῥῠπᾰρότης, ητος, ,
A = ῥυπαρία 2,

βίου Ath.5.220a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥυπαρότης — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρότητας — ῥυπαρότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρότητι — ῥυπαρότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπαρότητα — η / ῥυπαρότης, ητος, ΝΑ [ῥυπαρός] νεοελλ. 1. η ύπαρξη βρομιάς, το να είναι κάτι ρυπαρό, ακάθαρτο 2. άσεμνη πράξη, άσεμνος λόγος ή τρόπος («το δημοσίευμα αυτό περιέχει ένα σωρό ρυπαρότητες») 3. μτφ. η ιδιότητα τού ανήθικου, φαυλότητα αρχ. αγένεια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”